εξέδρα

εξέδρα
η
1) помост, трибуна, возвышение; эстрада; 2) мост; эстакада; 3) пристань, причал; 4) театр, балкон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξέδρα" в других словарях:

  • ἐξέδρα — ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc/acc dual ἐξέδρᾱ , ἐξέδρα hall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (epic) ἐξέδρᾱ , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρᾳ — ἐξέδραι , ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …   Dictionary of Greek

  • εξέδρα — η 1. ξύλινο ή μετάλλινο μόνιμο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα, που συγκοινωνεί με την ξηρά με διάδρομο και χρησιμεύει για αναψυχή ή για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις. 2. λυόμενο και όχι μόνιμο κατασκεύασμα ξύλινο ή μετάλλινο με σχετικό ύψος ή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔξεδρα — ἔξεδρος away from home neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδρας — ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem acc pl ἐξέδρᾱς , ἐξέδρα hall fem gen sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (epic) ἐξέδρᾱς , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραν — ἐξέδρᾱν , ἐξέδρα hall fem acc sg (attic doric aeolic) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἐκδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἐξέδρᾱν , ἐκδιδράσκω run away aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραι — ἐξέδρα hall fem nom/voc pl ἐξέδρᾱͅ , ἐξέδρα hall fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Экседра — (έξέδρα) y древних греков особое помещение в гимназиях, назначенное для собраний и бесед, род просторной и хорошо отделанной залы, иногда имевшей потолочное покрытие, иногда находившейся под открытым небом и в которой одна из стен образовывала… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἐξεδρῶν — ἐξέδρα hall fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέδραις — ἐξέδρα hall fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»